-
1 συν-απο-τίθημι
συν-απο-τίθημι (s. τίϑημι), mit od. zugleich ghod. weglegen, τὸ αἰδεῖσϑαι συναποϑέμενοι, Plut. de audit. A.
См. также в других словарях:
συναποτίθεμαι — Α 1. αποβάλλω συγχρόνως («ἅμα τῷ παιδικὸν ἱμάτιον ἀποθέσθαι, συναποθέμενοι τὸ αἰδεῑσθαι», Πλούτ.) 2. παραιτούμαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποτίθεμαι «βγάζω, αφαιρώ, αποβάλλω»] … Dictionary of Greek